αστυνομικός, -ή

αστυνομικός, -ή
1. αυτός που έχει σχέση με την αστυνομία: Με αστυνομική διάταξη ρυθμίστηκε η κυκλοφορία σε ορισμένους δρόμους της πόλης.
2. ως ουσ., αστυνομικός, ο, η αυτός που υπηρετεί στην αστυνομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αστυνομικός — ή, ό (Α ἀστυνομικός, ή, όν) [αστυνόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστυνόμο ή στο έργο του νεοελλ. ως ουσ. όργανο της αστυνομίας, αστυνόμος …   Dictionary of Greek

  • ἀστυνομικά — ἀστυνομικός of neut nom/voc/acc pl ἀστυνομικά̱ , ἀστυνομικός of fem nom/voc/acc dual ἀστυνομικά̱ , ἀστυνομικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστυνομικῶν — ἀστυνομικός of fem gen pl ἀστυνομικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Police rank — Lists of the ranks of various police agencies and forces all around the World: Contents 1 Australia 2 Belgium 3 Brazil 4 Canada 5 …   Wikipedia

  • Cities Police — Astynomia Poleon Αστυνομία Πόλεων Cities Police badge, 1974–1984 …   Wikipedia

  • Греческая полиция — Отряд по восстановлению общественного порядка Мотоциклетная полицейская к …   Википедия

  • Полиция Греции — Отряд по восстановлению общественного порядка …   Википедия

  • μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σμπίρος — ο, Ν αστυνομικός υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbirro «αστυνομικός κλητήρας, υπάλληλος»] …   Dictionary of Greek

  • Papiniānus — Papiniānus, Ämilius, aus Syrien, geb. 140 n. Chr., Schüler Scävolas, Freund u. durch dessen zweite Gemahlin, Julia Domna, Verwandter des Kaisers Septimius Severus, welcher ihn zum Libellorum magister u. nachher zum Praefectus praetorio machte u.… …   Pierer's Universal-Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”